Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξαναρχίζω πάλι από

См. также в других словарях:

  • ξαναρχίζω — και ξαναρχινίζω και ξαναρχινώ, άω (Μ ξαναρχίζω) 1. (μτβ.) αρχίζω πάλι να κάνω κάτι, ξανακάνω κάτι πάλι από την αρχή 2. (αμτβ.) αρχίζω πάλι …   Dictionary of Greek

  • επαναρχίζω — επανάρχισα 1. μτβ., αρχίζω πάλι κάτι ύστερα από μεσολάβηση διακοπής, ξαναρχίζω. 2. αμτβ. (συνήθ. μόνο στο γ πρόσωπο), έπειτα από μικρή διακοπή αρχίζει ή αρχίζουν πάλι: Επαναρχίζουν οι εργασίες της Βουλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαναπίνω — πίνω πάλι, ξαναρχίζω το ποτό («από τότε που αρρώστησε ορκίστηκε να μην ξαναπιεί») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»